αμφότεροι

αμφότεροι
-ες, -α (ΑΜ ἀμφότεροι, -αι, -α και σπάνια στον ενικό –ος, -α, -ον)
και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος
(κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί»
αρχ.
(στον εν.)
1. καθένας, έκαστος
2. αυτός που μετέχει και στους δύο
3. (το ουδ. στον ενικό ή στον πληθυντικό ως επίρρημα) ἀμφότερον, ἀμφότερα και τα δύο, εξίσου, ομοίως
4. στον Όμηρο και σε δυϊκό αριθμό
5. (επιρρ. φρ.) «ἀπ’ ἀμφοτέρων», από τις δύο πλευρές και στις δύο πλευρές «ἐπ ἀμφότερα» και προς τις δύο πλευρές, και προς τα δύο μέρη «κατ’ ἀμφότερα», και στα δύο μέρη. «μετ’ ἀμφοτέροισι», ο ένας μαζί με τον άλλο
6. στη Μυκηναϊκή το επίθετο απαντά σε πινακίδα που καταγραφεί βότανα και καρυκεύματα και σημαίνει «δύο ειδών» (a-po-te-ra).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε αντί τού τ. ἄμφω, τον οποίο γενικά αντικατέστησε. Στη Ν. Ελληνική η σημασία που δήλωνε το ἀμφότεροι εκφέρεται αναλυτικά «και οι δύο» ή «και ο ένας και ο άλλος».
ΠΑΡ. (αρχ). ἀμφοτεράκις, ἀμφοτέρῃ, ἀμφοτερίζω, ἀμφοτέρωθεν, ἀμφοτέρωθι, ἀμφοτέρωσε νεοελλ. αμφοτερότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμφοτερόγλλωσσος, ἀμφοτερόπλους αρχ.-μσν. ἀμφοτεροδέξιος μσν. ἀμφοτερογνώμων, ἀμφοτεροδύναμος, ἀμφοτερόφθαλμος νεοελλ. αμφοτεροβαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀμφότεροι — Ἀμφότερος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφότεροι — ἀμφότερος either masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμφότεροι κλῶπες καὶ ὁ δεξάμενος καὶ ὁ κλέψας. — См. Не тот вор, кто крадет, а тот, что переводит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • άμφω — ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Heraklit von Halikarnassos — (altgriechisch Ἡράκλειτος ὁ Ἁλικαρνασσεύς, latinisiert Heraclitus Halicarnassensis, * um 320 v. Chr. in Halikarnassos; † um 260 v. Chr.) war ein hellenistischer Dichter und Verfasser von Elegien aus Karien in der heutigen Türkei. Über sein Leben… …   Deutsch Wikipedia

  • не тот(только) вор, кто крадет, а тот, что переводит(концы хоронит) — Утайщик тот же вор. Ворам потакать, самому таким прослыть. Ср. Становщиков и поноровщиков казнить наравне с ворами. Указ 1751 г. июня 7. 1763 г. февраля 10. Ср. Der Hehler ist so gut wie der Stehler. Ср. Mit gegangen, mit gefangen, mit gehangen.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Не тот(только) вор, кто крадет, а тот, что переводит(концы хоронит) — Не тотъ (только) воръ, кто крадетъ, а тотъ, что переводитъ (концы хоронитъ). Утайщикъ тотъ же воръ. Ворамъ потакать, самому такимъ прослыть. Ср. Становщиковъ и поноровщиковъ казнить наравнѣ съ ворами. Указъ 1751 г. іюня 7. 1763 г. февраля 10. Ср …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …   Wikipedia Español

  • Амфотерность — (от др. греч. (ἀμφότεροι  «двойственный», «обоюдный»)  способность некоторых соединений проявлять в зависимости от условий как кислотные, так и основные свойства. Понятие амфотерность как характеристика двойственного поведения вещества… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”